ελυτρώ

ελυτρώ
ἐλυτρῶ (-όω) (Α)
περικαλύπτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐλύτρῳ — ἔλυτρον couering neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσελυτρώ — όω, Α επικαλύπτω, περικαλύπτω επιπροσθέτως («οὐ περιγλωττίδα μόνον... φορεῑν ἀλλὰ καὶ προσελυτροῡν τὴν γλῶτταν πρὸς τὰς ἀπολαύσεις», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐλυτρῶ «περικαλύπτω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”